ἑτεροκίνητος — moved by external force masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετεροκίνητος — η, ο 1. αυτός που κινείται από άλλον, όχι μόνος του (αυτοκίνητος). 2. αυτός που ενεργεί σύμφωνα με τη θέληση και τις υποδείξεις άλλων: Ετεροκίνητο όργανο προπαγάνδας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑτεροκινήτως — ἑτεροκίνητος moved by external force adverbial ἑτεροκίνητος moved by external force masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτεροκίνητον — ἑτεροκίνητος moved by external force masc/fem acc sg ἑτεροκίνητος moved by external force neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτεροκινήτοις — ἑτεροκίνητος moved by external force masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτεροκινήτου — ἑτεροκίνητος moved by external force masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτεροκινήτους — ἑτεροκίνητος moved by external force masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτεροκινήτων — ἑτεροκίνητος moved by external force masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτεροκινήτῳ — ἑτεροκίνητος moved by external force masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτεροκίνητα — ἑτεροκίνητος moved by external force neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)